Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΞΑΫΛΩΝΕΤΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ



– Γέροντα, κάποια φορά μας είχατε πει: «χρειάζεται αποκλεισμός στον πνευματικό αγώνα». Τι εννοούσατε;
– Στον πόλεμο προσπαθούν τον εχθρό να τον αποκλείσουν. Τον περικυκλώνουν, τον κλείνουν μέσα στα τείχη, τον αφήνουν νηστικό. Μετά του κόβουν και το νερό. Γιατί ο εχθρός, αν δεν έχει βασικά εφόδια και πυρομαχικά, θα αναγκαστεί να παραδοθεί. Έτσι, θέλω να πω, και με τη νηστεία και την αγρυπνία αφοπλίζεται ο διάβολος και υποχωρεί. «Νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, ουράνια χαρίσματα λαβών...»[1], λέει ο υμνωδός.
Με την άσκηση εξαϋλώνεται ο άνθρωπος. Φυσικά πρέπει να εγκρατεύεται κανείς αποβλέποντας σε έναν ανώτερο πνευματικό σκοπό. Αν κάνει εγκράτεια, για να αποτοξινωθεί από τα λίπη, πάλι για το καλό του σαρκίου του φροντίζει. Τότε η άσκησή του μοιάζει με τη γιόγκα. Δυστυχώς το θέμα της ασκήσεως ακόμη και άνθρωποι της Εκκλησίας το έχουν κάνει στην άκρη. «Πρέπει να φάω, λένε, το φαγάκι μου, να απολαύσω και εκείνο και το άλλο, γιατί ο Θεός όλα τα έφτιαξε για μας». Ξέρετε τι μου είπε μια φορά ένας αρχιμανδρίτης σε ένα τραπέζι που μας είχαν κάνει; Εγώ δεν μπορούσα να βιάσω τον εαυτό μου να φάω περισσότερο από όσο έτρωγα και εκείνος το πρόσεξε και μου είπε: «Όποιος φθείρει τον ναό του Θεού, "φθείρει τούτον ο Θεός"»[2]! «Μήπως το πήρες ανάποδα; του λέω. Στην άσκηση αναφέρεται αυτό ή στην ασωτία; Το χωρίο εννοεί αυτούς που φθείρουν, που καταστρέφουν τον ναό του Θεού με την ασωτία, με τις καταχρήσεις· δεν εννοεί αυτούς που κάνουν άσκηση από αγάπη προς τον Χριστό». Και βλέπεις, ανέπαυε τον λογισμό του και έλεγε: «Πρέπει να τρώμε, για να μη φθείρουμε τον ναό του Θεού»! Κάποιος άλλος, μετά από μια επίσκεψή του σε κάποια Μονή, μου είπε: «Πήγα σε ένα μοναστήρι και οι καλόγεροι αρρώστησαν από τη πολλή νηστεία που έκαναν. Τα ασκιά με το λάδι ήταν άθικτα. Αυτά κάνουν, Πάτερ μου, η νηστεία και η αγρυπνία»! Τι να πεις; Τέτοιοι άνθρωποι θέλουν να μη στερηθούν τίποτε. Τρώνε το φαγητό τους, το φρούτο τους, το γλυκό τους και έπειτα, για να δικαιολογήσουν τον εαυτό τους, κατηγορούν τους άλλους που κάνουν άσκηση. Δεν έχουν αισθανθεί την πνευματική χαρά της ασκήσεως. Σου λέει ο άλλος: «Πρέπει να πιω τόσα ποτήρια γάλα. Θα νηστέψω τη Σαρακοστή, αλλά μετά θα τα συμπληρώσω, γιατί πρέπει να πάρω τόσο λεύκωμα». Δεν είναι ότι το έχει ανάγκη ο οργανισμός του, αλλά λέει ότι το δικαιούται και αναπαύει τον λογισμό του ότι είναι εντάξει, ότι δεν είναι αμαρτία. Μα και μόνο να σκεφτεί κανείς έτσι είναι αμαρτία. Πού φτάνει η ανθρώπινη λογική; Να είναι εντάξει και με τις νηστείες που έχει καθορίσει η Εκκλησία, αλλά να μη στερηθεί και αυτά που έχασε στο διάστημα της νηστείας. Ε, πώς να σταθεί μετά το Άγιο Πνεύμα;
Και βλέπεις, μερικοί οικογενειάρχες τι φιλότιμο έχουν! Πήγε κάποτε να εξομολογηθεί κάποιος πολύ απλός, που είχε εννιά παιδιά, και του είπε ο Πνευματικός να κοινωνήσει. «Εμ, πώς να κοινωνήσω; του λέει. Βάζουμε λίγο λάδι στο φαγητό, γιατί δουλεύω και εγώ και τα παιδιά μου». «Πόσα παιδιά έχεις;», τον ρωτάει ο Πνευματικός. «Εννιά». «Πόσο λάδι βάζετε στο φαγητό;». «Δυο κουτάλια». «Πόσο λάδι σου πέφτει, κακομοίρη μου; του λέει ο Πνευματικός, πήγαινε να κοινωνήσεις!». Ήταν έντεκα άτομα και έτρωγαν δυο κουταλάκια λάδι όλο κι όλο και τον πείραζε ο λογισμός!
Έχω γνωρίσει λαϊκούς που αγίασαν με την άσκηση που έκαναν. Να, δεν έχει πολλά χρόνια που στο Άγιον Όρος εργαζόταν για αρκετό καιρό ένας λαϊκός με το παιδί του. Έπειτα βρέθηκε μια καλή δουλειά στην πατρίδα τους και ο πατέρας αποφάσισε να φύγει και να πάρει και το παιδί, για να είναι όλη η οικογένεια κοντά. Το παιδί του όμως είχε συγκινηθεί από την ασκητική ζωή των μοναχών και έχοντας υπ᾿ όψιν του και την κοσμική ζωή με το άγχος δεν θέλησε να τον ακολουθήσει και να γυρίσει στον κόσμο. «Αφού, πατέρα, έχεις και άλλα παιδιά, του είπε, άφησε και ένα στο Περιβόλι της Παναγίας». Επειδή επέμενε, αναγκάστηκε  ο πατέρας του να τον αφήσει. Το παλληκάρι αυτό ήταν αγράμματο, αλλά ήταν πολύ ευαίσθητο και είχε πολύ φιλότιμο και απλότητα. Αισθανόταν τον εαυτό του πολύ ανάξιο, για να γίνει μοναχός, επειδή νόμιζε ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στα μοναχικά του καθήκοντα. Βρήκε λοιπόν μια μικρή καλύβα, που την χρησιμοποιούσαν παλιά για τα ζώα, έκλεισε με πέτρες και φτέρες την πόρτα και το παράθυρο και άφησε μια μικρή στρογγυλή τρύπα, για να μπαινοβγαίνει στριμωχτά, την οποία έκλεινε από μέσα με ένα κουρελιασμένο παλτό, που είχε βρει εκεί πεταγμένο. Ούτε φωτιά δεν άναβε. Οι φωλιές των πουλιών φυσικά ήταν καλύτερες από τη φωλιά του, όπως και τα γιατάκια των ζώων πάλι ήταν καλύτερα από το δικό του. Τη χαρά όμως που είχε αυτή η ψυχή δεν την έχουν όσοι ζουν σε πλούσια παλάτια, γιατί αυτός αγωνιζόταν για τον Χριστό, και ο Χριστός ήταν κοντά του, όχι μόνο στην καλύβα του, αλλά και μέσα στο πνευματικό του σπίτι, στο σώμα του, στην καρδιά του. Γι αυτό ζούσε μέσα στον Παράδεισο. Από τη φωλιά του έβγαινε κατά καιρούς και περνούσε από κανένα Κελλί, στο οποίο οι Πατέρες είχαν εξωτερικές εργασίες στους κήπους. Βοηθούσε στις δουλειές και του έδιναν λίγο παξιμάδι και λίγες ελιές. Εάν δεν τον άφηναν να εργαστεί, δεν δεχόταν ευλογίες. Τις ευλογίες που έπαιρνε, έπρεπε να τις πληρώσει με την εργασία του διπλά. Φυσικά την πνευματική του ζωή μόνον ο Θεός την γνώριζε, γιατί ζούσε στην αφάνεια, απλά και αθόρυβα. Από ένα όμως περιστατικό που έγινε γνωστό μπορεί κανείς πολλά να καταλάβει. Μια φορά πέρασε από ένα μοναστήρι και ρώτησε πότε αρχίζει η Μεγάλη Σαρακοστή– αν και γι αυτόν όλος ο χρόνος σχεδόν ήταν Μεγάλη Σαρακοστή–, και ύστερα πήγε και κλείστηκε στη φωλιά του. Πέρασαν σχεδόν τρεις μήνες, χωρίς να καταλάβει πότε πέρασαν. Κάποια μέρα βγήκε και πήγε σε ένα μοναστήρι να ρωτήσει πότε είναι το Πάσχα. Παρακολούθησε την ακολουθία, κοινώνησε στην Θεία Λειτουργία και εν συνεχεία πήγε με τους Πατέρες στην τράπεζα. Βλέπει στην τράπεζα κόκκινα αυγά– ήταν απόδοση του Πάσχα. Παραξενεύτηκε και ρώτησε έναν αδελφό: «Καλά, ήρθε το Πάσχα;». «Τι Πάσχα; του απαντά ο αδελφός. Αύριο είναι της Αναλήψεως!». Δηλαδή είχε νηστέψει όλη τη Μεγάλη Σαρακοστή και άλλες σαράντα μέρες μέχρι της Αναλήψεως! Με τέτοιον τρόπο αγωνιζόταν μέχρι την ώρα του θανάτου του. Τον βρήκε νεκρό ένας κυνηγός δύο μήνες μετά τον θάνατό του και ειδοποίησε την αστυνομία και τον γιατρό. Ο γιατρός μου είπε: «Όχι μόνο δεν μύριζε, αλλά αντιθέτως είχε μια ευωδία».
Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι, Οικογενειακή Ζωή


[1] Απόσπασμα από το απολυτίκιο των Οσίων: «Της ερήμου πολίτης και εν σώματι άγγελος».
[2] Α΄ Κορ. 3, 17.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου