Αγωνίζου να υπομένεις την προσβολή που σου κάνουν οι άνθρωποι, χωρίς να ταράζεσαι και να αγανακτής μέσα στην ψυχήν σου, για να αποκτήσης παρρησίαν εις τον Θεόν. Κάθε σκληρός λόγος που υπομένει ο άνθρωπος, εν γνώσει του και με την θέλησίν του, χωρίς να έχη ο ίδιος καθόλου φταίξει σ' αυτόν που τον προσβάλλει και τον αδικεί, είναι μεν για την ώρα εκείνη, ένα στεφάνι ακάνθινο που βάζει ο ίδιος στο κεφάλι του, γίνεται όμως ευτυχισμένος και μακάριος, διότι σε καιρό που δεν το γνωρίζει, θα στεφανωθή με στεφάνι άφθαρτο.
Η τελειότης της ταπεινώσεως είναι, το να υπομένη ο άνθρωπος με χαρά την εξουδένωσι και κάθε άδικη και ψευδή κατηγορία. Διότι ο άνθρωπος που έχει αληθινά αποκτήσει την αρετή της ταπεινοφροσύνης μέσα στην ψυχή του, όταν τον κατηγορούν άδικα δεν ταράσσεται, ούτε προσπαθεί να απολογηθή και να δείξη την αθωότητά του στην αδικία που του γίνεται, αλλά δέχεται την συκοφαντία σαν αλήθεια, δεν προσπαθεί να πείση τους ανθρώπους ότι εσυκοφαντήθη, αλλά ζητεί συγχώρηση σαν να είναι ένοχος πραγματικά.
Υπήρξαν μάλιστα άνθρωποι που είχαν αποκτήσει τόσο την αρετή της ταπεινοφροσύνης, ώστε Εκείνος ο οποίος έχει ταπείνωση δεν ενδιαφέρεται για τις προσβολές που του κάνουν οι άνθρωποι διότι πάντοτε έχει στο νου του τις αμαρτίες του, των οποίων η διαρκής ενθύμησης γίνεται γι' αυτόν πανοπλία, η οποία τον προφυλάσσει από την οργή και την αντεκδίκηση και υποφέρει κάθε τι που του συμβαίνει. Διότι ποίον όνειδος και ποιαν εντροπή θα μπορούσε κανείς να του προξενήσει μεγαλύτερα από εκείνην την οποίαν αισθάνεται ε-νώπιον του Θεού για τα αμαρτήματα του;
Ο Αββάς δε Αρσένιος διηγείτο κάποτε το εξής: Ενώ κάθετο ένας γέρων ασκητής στο κελί του, άκουσε μία φωνή η οποία του έλεγε: Έλα να σου δείξω τα έργα των ανθρώπων. Εσηκώθη και βγήκε έξω και τον οδήγησε σε κάποιον τόπον και εκεί του έδειξε έναν Αιθίοπα, ο οποίος έκοβε ξύλα και με αυτά έκανε ένα μεγάλο φορτίο. Προσπάθησε κατόπιν να σηκώσει το φορτίο και δεν μπορούσε· και αντί να αφαίρεση απ' αυτό ξύλα για να γίνει ελαφρότερο, έκοβε και πρόσθετε και άλλα. Αυτό δε το έκανε για πολλή ώρα. Αφού δε προχώρησε λίγο του έδειξε άλλον άνθρωπο, ο οποίος εστέκετο πάνω από έναν λάκκο με νερό, έβγαζε απ' αυτόν το νερό και το μετέφερε μέσα σε μια δεξαμενή η οποία είχε οπή· διά της οπής δε αυτής το νερό επανήρχετο στον ίδιο λάκκο μέσα· και πάλι του λέγει: Έλα να σου δείξω και άλλο έργο των ανθρώπων. Και βλέπει τότε ένα Ναό και δύο άνδρας έφιππους, οι οποίοι κρατούσαν στο χέρι τους από ένα ξύλο πλαγίως, ο ένας απέναντι του άλλου· ήθελαν δε να μπουν μέσα στο Ναό διά της πύλης και δεν μπορούσαν, διότι κρατούσαν το ξύλο πλαγίως.
Δεν ταπείνωσε δε κανείς από τους δύο τον εαυτόν του, ώστε να πάει πίσω από τον άλλον και να βάλει το ξύλο σε ευθεία γραμμή για να μπόρεση έτσι να περάσει. Έτσι έμειναν και οι δύο έξω της πύλης. Αυτοί του λέγει, είναι εκείνοι οι οποίοι ζύγιζαν το κάθε τι και το μετρούσαν με ακρίβεια και υπερηφάνεια και το ανταπέδιδαν και ποτέ δεν έσκυψαν για να ταπεινωθούν και να διορθώσουν τον εαυτόν τους και να πορευθούν εις την ταπεινή οδό του Χριστού. Δι' αυτό και μένουν έξω από την Βασιλεία του Θεού. Ο δε άνθρωπος που έκοπτε τα ξύλα είναι άνθρωπος με πολλές αμαρτίες. Και αντί ταπεινά να τις ομολογήσει και να μετανοήσει, άλλες ανομίες προσθέτει πάνω σ' αυτές τις αμαρτίες του. Εκείνος που αντλούσε το νερό, ήτο άνθρωπος που έκανε μεν καλά έργα, αλλά του έλειπε η ταπείνωσης, η οποία αν υπήρχε θα ‘χε αφαιρέσει από μέσα του κάθε ίχνος πικρίας, γι' αυτό έχασε και τα καλά του έργα. Είναι άξιον, λοιπόν, να προσέχει ο άνθρωπος σε ό,τι κάνει, ώστε να μη κοπιάσει μάταια και άδικα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου